επίκαιρος

επίκαιρος
-η, -ο (AM ἐπίκαιρος, -ον)
1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση»)
2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία»)
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) καίριος, αποτελεσματικός
2. (το ουδ. ως ουσ. συνήθ. στον πληθ.) τα επίκαιρα
τα νέα, τα πρόσφατα γεγονότα
αρχ.
1. αυτός που παρουσιάζει πλεονεκτήματα, πλεονεκτικός («τά ἐπίκαιρα φυλάττοντες», Ξεν.)
2. (για πάθος) αυθόρμητη έκρηξη
3. (με γεν.) ο κατάλληλος για κάτι («τρίποδ’ ἀμφίπυρον λουτρῶν ὁσίων θέσθ’ ἐπίκαιρον», Σοφ.)
4. (για μέρη τού σώματος) καίριος, ζωτικός
5. (για ζωή) αναγκαίος
6. (για τραύματα, πληγές) επικίνδυνος
7. πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός
8. (για πρόσ.) αυτός που βοηθά σε κατάλληλο χρόνο, σε ώρα ανάγκης («ἐσσὶ δ’ ἰατὴρ ἐπικαιρότατος», Πίνδ.).
επίρρ...
επικαίρως, -α
1. σε κατάλληλο καιρό, κατάλληλα
2. καίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καιρός «κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπίκαιρος — in fit time masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκαιρος, -η — ο επίρρ. α 1. που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο: Επίκαιρη συζήτηση. 2. (για τόπους), ο κατάλληλος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό: Τα επίκαιρα σημεία της ορεινής διάβασης. 3. (για ενέργειες), καίριος, αποτελεσματικός: Το χτύπημα ήταν επίκαιρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικαιρότερον — ἐπίκαιρος in fit time adverbial comp ἐπίκαιρος in fit time masc acc comp sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιροτάτων — ἐπίκαιρος in fit time fem gen superl pl ἐπίκαιρος in fit time masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιροτέρων — ἐπίκαιρος in fit time fem gen comp pl ἐπίκαιρος in fit time masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιρότατα — ἐπίκαιρος in fit time adverbial superl ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιρότατον — ἐπίκαιρος in fit time masc acc superl sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαίρως — ἐπίκαιρος in fit time adverbial ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκαιρον — ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιροτάταις — ἐπίκαιρος in fit time fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”